Το One Battle After Another είναι μία ταινία που πρέπει να δεις!

Ο Paul Thomas Anderson επέστρεψε με μια ταινία που δεν παίζει απλώς με την ένταση, αλλά με τον ίδιο τον τρόπο που κοιτάμε την εικόνα στον κινηματογράφο, κάτι που για φωτογράφους, βιντεογράφους και κινηματογραφιστές μεταφράζεται σε καθαρά πρακτικά μαθήματα για φορμά, κίνηση, ρυθμό και ήχο.
Χωρίς να στηρίζεται σε εύκολες αφηγηματικές ευκολίες, το One Battle After Another στήνει μια ιστορία όπου παλιοί «αγωνιστές» ξανασμίγουν όταν μια απειλή επιστρέφει μετά από χρόνια, σπρώχνοντας τους χαρακτήρες σε μια νέα διαδρομή δράσης και παραλογισμού, με το χιούμορ να λειτουργεί σαν εργαλείο πίεσης και όχι σαν ανάσα.
Στο κέντρο βρίσκεται ο Leonardo DiCaprio, πλαισιωμένος από ένα δυνατό καστ (Sean Penn, Benicio del Toro, Regina Hall, Teyana Taylor, Chase Infiniti), με τον Anderson να δένει την πολιτική μνήμη και την προσωπική φθορά σε ένα υβρίδιο μαύρης κωμωδίας και action-thriller, εμπνευσμένο από το σύμπαν του Thomas Pynchon και ειδικά το Vineland.
Για τους δημιουργούς εικόνας, το μεγάλο θέμα εδώ δεν είναι μόνο «τι λέει» η ταινία, αλλά «πώς το δείχνει». Με διευθυντή φωτογραφίας τον Michael Bauman, η ταινία επενδύει σε μεγάλη κινηματογραφική επιφάνεια και σε μια αίσθηση υλικού που θυμίζει γιατί η υφή, το grain, τα highlights και η κίνηση της κάμερας δεν είναι διακοσμητικά στοιχεία, αλλά γλώσσα.
Η συζήτηση γύρω από τα φορμά δεν είναι marketing: VistaVision προβολές, IMAX (και μάλιστα ως πρώτη IMAX κυκλοφορία του Anderson), επιλογές σε 70mm και premium αίθουσες, όλα δείχνουν μια παραγωγή που σχεδιάστηκε ώστε να «στέκει» τόσο σε τεράστιο κάδρο όσο και σε πιο συμβατική προβολή. Για όποιον γυρίζει βίντεο σήμερα, αυτό είναι υπενθύμιση ότι το delivery format αλλάζει τις αποφάσεις από το set: φακοί, blocking, contrast, μέχρι και το πόσο «αντέχει» μια σκηνή σε μεγάλη οθόνη.
Το τρίτο σημείο αναφοράς είναι ο ήχος: ο Jonny Greenwood επιστρέφει ξανά στον κόσμο του Anderson με score που δεν ντύνει απλώς τις σκηνές, αλλά χτίζει μηχανισμό έντασης, ειδικά όταν η εικόνα πηγαίνει κόντρα στο αναμενόμενο. Για όσους δουλεύουν video, εδώ υπάρχει ένα ξεκάθαρο μάθημα: η μουσική και το sound design δεν μπαίνουν στο τέλος για να «γεμίσουν», αλλά μπαίνουν νωρίς ως δομικό στοιχείο του ρυθμού.
Στο μοντάζ (Andy Jurgensen), η ταινία δίνει χώρο σε σεκάνς που δουλεύουν πάνω στην αίσθηση του «τώρα», με σκηνές καταδίωξης και κινησιολογία που δεν κρύβουν τη γεωγραφία τους. Αυτό ενδιαφέρει ιδιαίτερα όσους γυρίζουν δράση ή ντοκιμαντερίστικη κίνηση: η ένταση δεν βγαίνει μόνο από τα κοψίματα, αλλά από την ακρίβεια στο blocking, την επιλογή απόστασης και το πώς η κάμερα «αναπνέει» με τους χαρακτήρες.
Παράλληλα, το One Battle After Another δεν είναι απλώς ένα τεχνικό επίδειγμα. Το πολιτικό υπόστρωμα, η ειρωνεία απέναντι στην «ηρωική» αφήγηση και η αίσθηση ότι οι ιδέες γερνάνε μαζί με τους ανθρώπους, κάνουν το υλικό πιο ενδιαφέρον για όσους χτίζουν ιστορίες με εικόνες: δεν αρκεί να έχεις στιλ, πρέπει το στιλ να λέει κάτι για τους χαρακτήρες.
Αν το δεις ως δημιουργός, ο πιο τίμιος τρόπος προσέγγισης είναι να το αντιμετωπίσεις σαν μάθημα προβολής: σε IMAX/μεγάλη αίθουσα για να καταλάβεις κλίμακα, μικρο-κίνηση και λεπτομέρεια στην υφή, και μετά σε πιο «κανονική» προβολή ή στο σπίτι για να δεις τι μένει όταν φύγει το wow της επιφάνειας. Εκεί φαίνεται αν μια φωτογραφία/ένα πλάνο είναι απλώς εντυπωσιακό ή πραγματικά λειτουργικό.
Τελικά, το One Battle After Another αξίζει προσοχή γιατί υπενθυμίζει κάτι απλό: όταν μια παραγωγή παίρνει στα σοβαρά το φορμά, τον ρυθμό και τον ήχο, τότε το αποτέλεσμα δεν αφορά μόνο τους σινεφίλ, αλλά όλους όσους φτιάχνουν εικόνες και θέλουν οι επιλογές τους να έχουν βάρος μέσα στο κάδρο.
Καθώς πλησιάζει η περίοδος των Όσκαρ, το One Battle After Another έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας «σοβαρής» υποψηφιότητας για τις μεγάλες και τις τεχνικές κατηγορίες, γιατί δεν στηρίζεται μόνο στο όνομα του Paul Thomas Anderson και στο καστ, αλλά σε ένα συνολικό κινηματογραφικό πακέτο που φαίνεται φτιαγμένο για να ξεχωρίσει σε θέαση-κριτική: μεγάλη έμφαση στη φωτογραφία και στο φορμά προβολής, ρυθμός και σκηνοθετική ακρίβεια που μετράνε σε Director/Editing, και μια μουσική υπογραφή του Jonny Greenwood που μπορεί να το σπρώξει και σε κατηγορίες ήχου/μουσικής. Αν τελικά «γράψει» στη σεζόν, δεν θα είναι επειδή είναι απλώς πολυσυζητημένο, αλλά επειδή προσφέρει craft που φαίνεται στο κάδρο και ακούγεται στο mix — ακριβώς ό,τι συνήθως ανταμείβει η Ακαδημία όταν αρχίζει η πραγματική μάχη των ψήφων.
Απέκτησε το Luminar με έκπτωση, με τον κωδικό pttl20,
κάνε κλικ στην εικόνα







